«Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών με πολύ χαμηλή ενδημικότητα της λέπρας. Σποραδικά κρούσματα εντοπίστηκαν πρόσφατα με περιπτώσεις της νόσου σε ενέργεια, και αναφέρονται από τους δερματολόγους κυρίως σε δερματικές παθήσεις, σε ποσοστό πολύ χαμηλό 1: 100.000.
Η ασθένεια ως εκ τούτου έχει εξαλειφθεί ως πρόβλημα δημόσιας υγείας, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως.
Για τους λεπρούς και τις επαφές τους και την εργαστηριακή διερεύνηση τους η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), συνέστησε θεραπεία με πολλαπλά φάρμακα (MDT), νοσοκομειακή περίθαλψη και δωρεάν παρακολούθησή τους.
Όπως έχει συμβεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες από το 1990, η εισροή περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη (κυρίως Αλβανία), τη Μέση Ανατολή, την Αφρική, την Ινδική Χερσόνησο καθώς και την Νοτιοανατολική Ασία, έχει εισαχθεί η λέπρα στην Ελλάδα (συνολικός πληθυσμός δέκα εκατομμύρια).
Μια σταθερή πολιτική του κέντρου μας, είναι ότι όλα τα τρέχοντα και τα πρώην νοικοκυριά, που ήρθαν σε επαφή μαζί τους πρέπει να κληθούν για εξέταση.
Πρώτα συμπτώματα τα οποία είναι τεκμηριωμένα και παρουσιάσθηκαν κυρίως σε εξοχικές κατοικίες, μεταξύ ατόμων που δεν είχαν διαφορά στην ηλικία τους (αλλοδαπών και ημεδαπών) παρατηρήθηκε ομοιογενής κατανομή της νόσου και στις δύο περιπτώσεις των ασθενών.
Τους ηλικιωμένους, πρώην ασθενείς, με συμπτώματα λέπρας, τους κυνηγάει το στίγμα του διαχωρισμού, της απομόνωσης. Οι συνθήκες αυτές τους οδηγούν στην απόκρυψη η οποία, σε συνδυασμό με τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η πλειοψηφία των περιπτώσεων υποτροπής της νόσου, ζει σε αστικές περιοχές.
(σ.σ. Στοιχεία από το:
International Journal of Leprosy and Other Mycobacterial Diseases, Dec 2003)
Ἂρθρα & Σκέψεις- Γιῶργος Ἐχέδωρος