«Η αποτυχημένη απόπειρα κατάκτησης της Βορείου Ηπείρου από την Ελλάδα το 1949» - αλβανική άποψη

 Ο Ενβέρ Χότζα σε ομιλία στον αλβανικό στρατό – Αργυρόκαστρο 1949


Αύγουστος 2, 2022. Ελλάδα.

Ο Αλβανός απόστρατος Μπέρναρντ Ζοτάι δημοσίευσε σήμερα ένα ιστορικό κείμενο στην αλβανική εφημερίδα Dita, που τιτλοφορείται «Η ιστορία μιας στρατιωτικής επίθεσης» και αναφέρεται όπως λέει στις προσπάθειες στη διάρκεια του  ελληνικού εμφυλίου πολέμου να ενσωματωθεί στην Ελλάδα μέρος της Αλβανίας,  μια περιοχή «που οι Έλληνες αποκαλούν «Βόρειο Ήπειρο», όπως γράφει.

Έτσι,

«Στρατιωτική επίθεση»

Στις 2 Αυγούστου 1949 πραγματοποιήθηκαν ευρείας κλίμακας πολεμικές ενέργειες από το ελληνικό κράτος στη συνοριακή περιοχή στα νοτιοανατολικά της Αλβανίας, με έδρα την περιοχή της Κορυτσάς, του Λέσκοβικ και μέχρι την Κονίσπολη, τους  Αγίους Σαράντα και το Λικογιάν. 

Αυτές οι ένοπλες στρατιωτικές ενέργειες δεν ήταν απλώς προβοκάτσια ή στρατιωτική πρόκληση (οπλισμένη) όπως ορίστηκε από το αλβανικό κράτος το 1949, που συνεχίζει να αντιμετωπίζεται έτσι από την επίσημη αλβανική ιστορία, καθώς και από πολιτικούς και στρατιωτικούς ερευνητές, αλλά στρατιωτική επίθεση.

Φυσικά, οι πιο χαρακτηριστικές από άποψη μεγέθους και χρόνου είναι οι «προκλήσεις» των ελληνικών μοναρχοφασιστικών δυνάμεων, τον Αύγουστο του 1949.

 Οι προκλήσεις αυτές, ιδωμένες από τον σκοπό, την εδαφική έκταση, την ένταση των χτυπημάτων και τη συμμετοχή των δυνάμεων, παρά τα δημόσια κίνητρα που εξήγγειλε η ηγεσία των Ελλήνων αξιωματούχων, σύμφωνα με διάφορους στρατιωτικούς ερευνητές, αποτελούν μια γνήσια στρατιωτική επίθεση με περιορισμένες στρατιωτικές διαστάσεις και στόχους προς τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας ( RPSh).

 Οι «προκλήσεις» αυτές δεν επεκτάθηκαν σε συγκεκριμένα σημεία ή εγκαταστάσεις, που είναι τυπικά για προκλήσεις, αλλά σε όλα τα νότια σύνορα, από την Κρυσταλλοπηγή, το Bozhigrad (σημερινό Μίρας στην Κορυτσά), το Λέσκοβικ μέχρι την Κονίσπολη (2 Αυγούστου-5 Σεπτεμβρίου 1949). 

Στόχος ήταν κυρίως η κατάκτηση της επαρχίας Κορυτσάς, όπου οι προσπάθειες ήταν πιο έντονες και με ευρύτατη συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς και η πιθανή κατάκτηση του Αργυροκάστρου.

Ως αποτέλεσμα των αντιπαραθέσεων των δύο στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς και της επεξήγησης του λεξικού της αλβανικής γλώσσας, αποδεικνύεται ότι δεν επρόκειτο για πρόκληση, αλλά για στρατιωτική επίθεση. 

Εδώ εξετάζουμε τον σκοπό, τους πολιτικούς στόχους, τις δυνάμεις που συμμετείχαν (όπου οι Έλληνες είχαν οργανώσει και τους τρεις τύπους του Στρατού στην επίθεση), την ομαδοποίηση δυνάμεων και μέσων, τους συμμετέχοντες στην επίθεση, το χρονοδιάγραμμα που δεν είναι τυπικό για επεισόδια και προκλήσεις, αλλά για επιθετικότητα, στην προκειμένη περίπτωση με περιορισμένους σκοπούς και στόχους (που δεν περιλαμβάνονται σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας), αλλά ενός τμήματός της και ιδιαίτερα σε αυτό που οι Έλληνες αποκαλούν «Βόρειο Ήπειρο».

Η στρατιωτική επίθεση που ανέλαβαν οι ελληνικές μοναρχοφασιστικές δυνάμεις ήταν μια στρατιωτική επίθεση με επιμέρους στόχους, αλλά αν είχαν πετύχει αυτούς τους στόχους, τελικά θα ήταν μια στρατιωτική επίθεση με αποφασιστικούς στόχους.

 

Για την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα

 

Η Ελλάδα ιστορικά, ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα διεκδίκησε και στόχευε αλβανικά εδάφη. 

Ακόμη και μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του αλβανικού κράτους, το ελληνικό κράτος προέβη σε προκλήσεις, στρατιωτικές εκτροπές και προσπάθησε να καταλάβει βίαια αλβανικά εδάφη.

 Είχαν ενταθεί ιδιαίτερα μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας το 1912. Το γεγονός ότι το 1913 η «Διάσκεψη του Λονδίνου» όρισε τα επίσημα σύνορα του αλβανικού κράτους και έτσι σφράγισε τελικά το κεφάλαιο για τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, Αλβανίας και Ελλάδας, δημιούργησε σοβαρά ανησυχίες. 

Οι στρατιωτικές ενέργειες που ξεκίνησαν στις 2 Αυγούστου 1949 στα νότια της χώρας, με στόχο τη βίαια εισβολή και προσάρτηση της αλβανικής γης, την οποία οι Έλληνες αποκαλούν «Βόρειο-Ήπειρο», ήταν μια από τις πιο οργανωμένες ελληνικές πολεμικές ενέργειες εναντίον της  Αλβανίας.

Αυτή η εντατικοποίηση των ελληνικών στρατιωτικών ενεργειών κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Αλβανίας στα νοτιοανατολικά και ανατολικά σύνορα σχετιζόταν άμεσα με το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα και τις εξελίξεις του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, όπου ο κομμουνιστικός παράγοντας στη χώρα αντιμετώπισε τον δεξιό συνασπισμό που υποστήριζε η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ).

Αντιμέτωποι με αυτόν τον εσωτερικό και εξωτερικό συνασπισμό, οι Έλληνες κομμουνιστές και ο Ελληνικός Δημοκρατικός Στρατός (ΔΣΕ) αναγκάστηκαν να ζητήσουν την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων στην περιοχή γύρω από την Ελλάδα.

 

Η Σοβιετική Ένωση προφανώς αποσύρθηκε από το ελληνικό ζήτημα, αλλά στο παρασκήνιο ενεργοποίησε τους περιφερειακούς κομμουνιστικούς παράγοντες για την υποστήριξή τους, ιδιαίτερα την Αλβανία και τη Βουλγαρία και αρχικά τη Γιουγκοσλαβία.

Έτσι, χωρίς να το καταλάβουν, οι περιφερειακοί κομμουνιστικοί παράγοντες πήραν φυσικά το μέρος των Ελλήνων κομμουνιστών και του Δημοκρατικού Στρατού στην εμφύλια σύγκρουση της χώρας. Αντιμέτωπος με μια τέτοια κατάσταση, ο δεξιός ελληνικός συνασπισμός, με την υποστήριξη της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ), επέκτεινε το στρατιωτικό του πλήγμα ταυτόχρονα κατά των Ελλήνων κομμουνιστών και του στρατού τους στην Ελλάδα, καθώς και κατά των γειτονικών κομμουνιστικών κρατών που τους στήριξαν στην περιοχή, όπως ήταν η Αλβανία.

 Η αλβανοελληνική κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά της με τις λεγόμενες προκλήσεις του Αυγούστου 1949.

 Γρήγορα πήρε τη μορφή μετωπικής στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο στρατών των δύο χωρών.

 

Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν στο τελικό του στάδιο. Ο ελληνικός μοναρχοφασιστικός στρατός, με την υποστήριξη στρατιωτικών ειδικών και αγγλικού οπλισμού, είχε σπρώξει τις ελληνικές παρτιζάνικες δυνάμεις προς τα βόρεια σύνορά του με την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία.

Οι ελληνικές παρτιζάνικές δυνάμεις είχαν μετακινηθεί σε αμυντικές θέσεις και συγκεντρώθηκαν στο όρος Γράμμος, που ήταν η τελευταία τους περιοχή. Τα ελληνικά μοναρχοφασιστικά στρατεύματα, για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό και να χτυπήσουν από την πλάτη τις ελληνικές κομμουνιστικές δυνάμεις, εισέβαλαν στο αλβανικό έδαφος.

Ταυτόχρονα, η ελληνική επίθεση είχε στόχο όχι μόνο να εισαγάγει τα πυρά του πολέμου στην Αλβανία, αλλά και να μετρήσει τον παλμό της αμυντικής ικανότητας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας και, αν είχαν την ευκαιρία, να πραγματοποιήσουν τη σοβινιστική πολιτική τους για την προσάρτηση του Κορυτσάς και Αργυροκάστρου.

Η σύγκρουση μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας δεν πέρασε απλώς μόνο σε διμερές επίπεδο, ως ανησυχία επεκτάθηκε στα Ηνωμένα Έθνη, το Συμβούλιο Ασφαλείας και τις Μεγάλες Δυνάμεις.

 Η Ελλάδα, υποστηριζόμενη από πολλές χώρες, κατηγόρησε την Αλβανία και μαζί τη Βουλγαρία ως χώρες που προωθούν τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας αντάρτικες και αντισυνταγματικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις.


Συντονισμένες επιθετικές ενέργειες της Ελλάδας


Αν και αποσπασμένες και ως πρόκληση, οι στρατιωτικές ενέργειες πραγματοποιήθηκαν για πολύ καιρό πριν, συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση από τις 2 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου 1949.

Η Αλβανία υπέστη απώλειες σε ανθρώπους, στρατιώτες και πολίτες που σκοτώθηκαν, καθώς και υλικές ζημιές στα χωριά κοντά στα σύνορα.

 Οι ελληνικές μοναρχοφασιστικές δυνάμεις άφησαν πολλούς στρατιώτες νεκρούς στο αλβανικό έδαφος, καθώς και αιχμαλώτους πολέμου. 

Το αλβανικό κράτος παρακολουθούσε στενά τις πολιτικές και ιδιαίτερα τις στρατιωτικές εξελίξεις μεταξύ των δύο χωρών. Είχε μάθει τα νέα για την επίθεση των ελληνικών μοναρχοφασιστικών δυνάμεων στις αρχές Ιουλίου 1949.

 Ο αλβανικός στρατός ήταν έτοιμος αναλογικά με την εντατικοποίηση των ενεργειών και σε ετοιμότητα, αφού οι ελληνικές μοναρχοφασιστικές δυνάμεις «στόχευαν» τα αλβανικά σύνορα στην περιοχή Λέσκοβικ-Κορυτσάς για 8 περίπου μήνες.

 Οι αποσπασμένες ελληνικές μοναρχοφασιστικές δυνάμεις επινόησαν και υποκίνησαν προκλήσεις κατά των αλβανικών συνόρων, χρησιμοποίησαν πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών κατά μήκος των συνόρων, δημιούργησαν προκλητικές συγκρούσεις με δυνάμεις κατά των κατοίκων της παραμεθόριας περιοχής.

Σε αυτές τις προκλήσεις, αφού οι ελληνικές προθέσεις δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν εκνευρισμό της αλβανικής πλευράς για να ξεκινήσει σύγκρουση, πέρασαν σε μαζικές, συντονισμένες στρατιωτικές ενέργειες. 

Η ελληνική πλευρά, δίνοντας νέο περιεχόμενο στις ενέργειές της, προχώρησε σε πιο μαζικές ενέργειες. 

Η επίθεση από το έδαφος υποστηρίχθηκε όχι μόνο από τα πυρά του πυροβολικού, αλλά και από την αεροπορία. Οι μάχιμες ενέργειες μεταξύ των δύο πλευρών, ξεπερνώντας τις αναλογίες μεμονωμένων προκλήσεων, έπαιρναν όλο και περισσότερο χαρακτήρα πολέμου με κανονικό μέτωπο.

 Απελπισμένοι και εκνευρισμένοι, στις 2 Αυγούστου 1949, στις 04:30, στην περιοχή του Bozhigrad (Μίρας), ξεκίνησε η πυροβολική προετοιμασία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος των συνόρων με την Αλβανία.

 Οι οβίδες έπεσαν σε βάθος έως και 300-400 μέτρα στο αλβανικό έδαφος.

 Στις 05:00η επίθεση του ελληνικού πεζικού ξεκίνησε με 3 τάγματα Br51F και Br52F του D1F, υποστηριζόμενα από Σύνταγμα Πυροβολικού και μια μοίρα μαχητικών αεροπλάνων, τύπου «Spitfire», με έδρα το αεροδρόμιο της πόλης της Καστοριάς. Έτσι ξεκίνησε η στρατιωτική επίθεση κατά της Αλβανίας τον Αύγουστο του 1949.


Ένοπλος πόλεμος σε όλες τις μορφές


Η ανάλυση των πολεμικών ενεργειών της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας τον Αύγουστο του 1949 δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με επεισόδιο, ούτε πρόκληση, αλλά με ένοπλο πόλεμο με όλες τις μορφές, μεθόδους, στόχους, χαρακτηριστικά και στοιχεία στρατιωτικής επίθεσης για κατοχή, όπου δύο κράτη και οι Ένοπλες Δυνάμεις τους αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο.

 Δεν έχει σημασία ότι έγινε σε ένα τμήμα των συνόρων της επικράτειας της χώρας, αλλά οι στόχοι ήταν ολοκληρωμένοι, η κατάληψη και η κατοχή του εδάφους που ορίστηκαν από αυτούς. 

Η ένοπλη ελληνική στρατιωτική δράση της 2ας Αυγούστου 1949 ήταν συνέχεια της μακρόχρονης προσαρτιστικής ιδέας για την κατάληψη της λεγόμενης «Βορείου-Ηπείρου».

Η Ελλάδα δεν είχε και μέχρι σήμερα δεν έχει καταργήσει τον νόμο του πολέμου, δεν έχει παραιτηθεί από τον στόχο της. 

Όλη η στρατιωτική τεκμηρίωση συγκεκριμένων γεγονότων τόσο από μάχιμες δυνάμεις, μάρτυρες, γραπτά και χρονικά της εποχής καταδεικνύει στρατιωτική επίθεση των ελληνικών μοναρχοφασιστικών δυνάμεων κατά της χώρας μας. 

Η 2α Αυγούστου 1949 ήταν η αρχή, αλλά οι επιθέσεις συνεχίστηκαν όλο τον Αύγουστο. Τα πραγματικά ντοκουμέντα των ελληνικών μοναρχοφασιστικών δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν κατά της Αλβανίας δείχνουν ότι στον στρατό τους διέθεταν κανόνια, αεροπλάνα, χερσαία στρατεύματα και ό,τι χρησιμοποιούν οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας που έχει στόχο να κατακτήσει μια άλλη χώρα.

Ο Αλβανικός Εθνικός Στρατός απάντησε στην επίθεση της ελληνικής εισβολής, με ένοπλο πόλεμο, για την υπεράσπιση των συνόρων των επιτιθέμενων εδαφών. 

Οι μοναρχοφασιστικές δυνάμεις της Ελλάδας επιτέθηκαν στην Αλβανία με πάνω από 70.000 στρατιώτες, 50 αεροπλάνα, 80 τανκς και κλιμάκιο πυροβολικού με σχεδόν 400 σκοπευτές, κυρίως κανόνια. 

Ο Αλβανικός Εθνικός Στρατός κινητοποίησε και έβαλε σε ενεργές αμυντικές μάχες περίπου 10.000 στρατιώτες, ενώ ανασυγκρότησε και συγκέντρωσε κοντά στην περιοχή των πολεμικών ενεργειών περίπου 30.000 άλλους στρατιώτες, έτοιμους να δράσουν στο πεδίο της μάχης.

Στην επίθεση αυτή έπεσαν πάνω από 70 στρατιώτες για την υπεράσπιση της πατρίδας, σήμερα μάρτυρες της πατρίδας με τον ήρωα του λαού Μέμο Νετζίπη, και πολλά θύματα, τραυματίστηκαν πάνω από 89 στρατιώτες και στελέχη, καθώς και πολλά άτομα από τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής.


Gazeta Dita –  Prof. Asoc. Dr. Bernard Zotaj

 

--

The Hellenic Information Team

               

 

 © Βαλκανικό Περισκόπιο -Γιῶργος  Ἐχέδωρος

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση μόνον με αναφορά  της ενεργής ηλεκτρονικής διεύθυνσης  του ιστολογίου παραγωγής- https://www.echedoros-a.gr