Η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας και λογοτεχνίας και με την εκκλησιαστική δομή του σχολείου εισήγαγε νέα τυπικά βουλγαρικά έθιμα και παραδόσεις
Οκτώβριος 16, 2010.
Ένα άλλο κομμάτι το οποίο διαπραγματεύεται ο ιστορικός Βίκτωρ Σβετανόσκι, προσπαθώντας να προβάλλει τη διαφορετικότητα των Σλάβων κατοίκων της σημερινής περιοχής της πΓΔΜ, από τους κατοίκους του βουλγαρικού κράτους είναι το θρησκευτικό.
Η δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας και η ‘εμφύσηση’ της βουλγαρικής συνείδησης στους Σλαβομακεδόνες μέσω των σχολείων.
Τα ιστορικά ερωτήματα, βέβαια, που αναφύονται είναι πολλά από το κείμενο του συγγραφέα. Και σε πολλά σημεία υπάρχει μια δεδομένη υπερβολή. Οι Σλαβομακεδόνες παρουσιάζονται ως άβουλα πρόβατα στην βουλγαρική προπαγάνδα. Παρουσιάζει, εντούτοις, ενδιαφέρον ο τρόπος και η εμμονή του ή η προσπάθειά του, να θεμελιώσει την διαφορετικότητα του λαού του.
Παρουσιάζουμε, αποσπασματικά, το κείμενο, χωρίς αυτό να υπονοεί ότι αποδεχόμαστε τις, αμφίβολες, ιστορικές προτάσεις του.
Η Εξαρχία εμφυσά μέσω των Σχολείων την εθνική βουλγαρική συνείδηση στους Σλαβομακεδόνες
Γράφει ο Βίκτωρ Σβετανόσκι
Η Βουλγαρική Εξαρχία εμφανίστηκε το 1872, έξι χρόνια πριν από την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους. Και αυτή έχει τον κύριο λόγο για τον οποίο οι Σλαβομακεδόνες την περίοδο εκείνη αποκαλέστηκαν Βούλγαροι, ένα γεγονός το οποίο η Σόφια, σήμερα, χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό χαρτί, ισχυριζόμενη ότι οι κάτοικοι της σημερινής πΓΔΜ έχουν βουλγαρικές ρίζες και το ‘σλαβομακεδονικό έθνος’ είναι αποτέλεσμα γραφειοκρατικών εργασιών καθώς και ότι η σλαβομακεδονική γλώσσα είναι διάλεκτος της βουλγαρικής.
Η Εξαρχία ιδρύθηκε ως Ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία, αγωνίστηκε να διορίσει δικούς της μητροπολίτες σε επτά επισκοπές της Μακεδονίας: Σκόπια, Βέλες, Οχρίδα, Νευροκόπι, Πελαγονία, Ντεμπάρ και Στρώμνιτσα.
Σύμφωνα με τον Δρ Κρίστε Μπιτόφκσι (Крсте Битовски) ένα από τα κύρια καθήκοντα της Εξαρχίας ήταν η εξάπλωση της βουλγαρικής εθνικής και πολιτικής επιρροής στη Μακεδονία.
Με το άνοιγμα πολλών σχολείων και μέσω της χρήσης της βουλγαρικής γλώσσας και λογοτεχνίας και με την εκκλησιαστική δομή του σχολείου εισήγαγε νέα τυπικά βουλγαρικά έθιμα και παραδόσεις, αυτά τα οποία όφειλε να γνωρίζει ένας εθνικά Βούλγαρος, προετοιμάζοντας, έτσι, το έδαφος, ώστε σε κάποια χρονική περίοδο, η περιοχή αυτή να ενσωματωθεί με τη Βουλγαρία.
Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, η εθνική ιθαγένεια καθορίζεται από την πίστη του ανθρώπου, έτσι με τη δημιουργία της Εξαρχίας, εκτός από την καταγραφή του ‘ελληνικής εθνότητας’, εκείνοι που αναγνώριζαν τη νέα εκκλησία καταγράφονταν ως ‘βουλγαρική εθνότητα’.
Με τον τρόπο αυτόν, τα μέλη της ίδιας κοινότητας, ακόμη και μεταξύ των μελών μιας οικογένειας (!) σύμφωνα με την εκκλησία που αναγνώριζαν, καταγράφονταν επίσημα ως Έλληνες ή Βούλγαροι και αργότερα Σέρβοι», σημειώνει ο Μπιτόφκσι.
Η βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία αυξήθηκε με το σχηματισμό του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας το 1878. Η Εξαρχία, η οποία εξακολουθούσε να στηρίζεται από την Πύλη, ήταν αδύναμη οικονομικά, άρχισε τότε να χρηματοδοτείται από τη βουλγαρική κυβέρνηση. Έτσι της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει θρησκευτικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες και να επιτύχει εξαιρετικά αποτελέσματα.
Στο ακαδημαϊκό έτος 1896/97, στα χρόνια της Εξαρχίας, στο έδαφος της Μακεδονίας υπήρχαν 843 σχολεία, στα οποία οι εκπαιδευτικοί ανέρχονταν στους 1306 και φοιτούσαν 31.719 μαθητές.
Λίγο πριν τους βαλκανικούς πολέμους ο αριθμός των σχολείων αυξήθηκε σε 1371 όπου δίδασκαν 2.266 δάσκαλοι σε σύνολο 78 584 μαθητών.
Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο αριθμός μαθητών αυξήθηκε και έφθασε πάνω από τις 100. 000. Σε αυτό το ποσοστό πρέπει να προστεθεί και ο αριθμός των μαθητών των ‘πολυγυμνασίων’ που οι μαθητές για συνέχιση των σπουδών τους πήγαιναν στη Βουλγαρία.
Επί πλέον στα πλαίσια της Εξαρχίας, η βουλγαρική κυβέρνηση διατηρούσε στη Μακεδονία 1331 εκκλησίες, 294 μοναστήρια και 273 παρεκκλήσια δια μέσω των οποίων ο σλαβομακεδονικός λαός αποκτούσε την βουλγαρική εθνική συνείδηση.
Εκείνη την εποχή η γεωγραφική Μακεδονία και η Βουλγαρία ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σλαβομακεδονικός λαός και ο βουλγαρικός λαός μοιράστηκαν την ίδια τύχη της δουλείας και της πολιτικής αφομοίωσης από το ελληνικό Πατριαρχείο, όπου είχαν την ίδια πίστη, ήταν εξοικειωμένοι με την ελληνική γλώσσα και είχαν τις ίδιες προσδοκίες για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους αλλά συγχρόνως και από την ελληνική πνευματική υποβολή.
Ωστόσο η βουλγαρική αστική τάξη η οποία ήταν η πιο ισχυρή στη Μακεδονία, επιβάλλει στους Σλαβομακεδόνες το κίνημα της βουλγαρικής αναγέννησης.
…» Ο Στέφαν Βλάχωφ Μήτσοφ σημειώνει ότι το σλαβομακεδονικό έθνος βασίζεται στην αρχή στην οποία δημιουργήθηκαν και άλλα βαλκανικά έθνη, ότι δεν αποτελεί εξαίρεση για την επιβεβαίωση του κανόνα.
«Πριν από τη δημιουργία των βαλκανικών χωρών, οι συντάκτες του καθορισμού των εθνών στην περιοχή αποδέχθηκαν την ύπαρξη του Ελληνικού έθνους, του Σερβικού έθνους και το Βουλγαρικού έθνους, κανενός άλλου. Αυτό συνέβη γιατί ο καθορισμός έγινε με κριτήρια των εθνικών οργάνων που συμμετείχαν στην απελευθέρωση από τη δουλεία και με βάση των εθνικών δομών τους.
Στην πράξη, πριν από την εμφάνιση ορισμένων βαλκανικών εθνών, ο διάκριση των εθνικών πολιτικών καθορίζεται από τη θρησκεία, κάτι το οποίο αποκαλεί ο Χόμπσον «πρωτο εθνικισμό». Αυτός περιλαμβάνει τη λαογραφία, τους μύθους, τα έθιμα, τη διάλεκτο που καθορίζουν τον πνευματικό πυρήνα ενός λαού».
«Η πολεμική μεταξύ των Βουλγάρων και των Σλαβομακεδόνων για τα εκπαιδευτικά βιβλία, τα σχολικά εγχειρίδια στην ‘μητρική γλώσσα’, την εκκλησιαστική ανεξαρτησία, δείχνουν ότι οι Σλαβομακεδόνες αποδέχθηκαν μόνον επιδερμικά τον βουλγαρικό πολιτισμό, διατηρώντας τον πυρήνα της καταγωγής τους», θα σημειώσει ο Μήτσοφ Βλάχωφ και θα συνεχίσει ότι η βουλγαρική εξαρχία και το βουλγαρικό πριγκιπάτο, προσπάθησαν να επιβάλλουν στους Σλαβομακεδόνες τη βουλγαρική συνείδηση και όχι μόνον την πολιτική επιρροή τους.
--
Τίτλος πρωτότυπου: «Егзархијата погубна за идентитетот на Македонците»- εφημερίδα Ούτρινσκι Βέσνικ 14 Οκτ. 2010.
Προηγούμενο:
Βουλγαρία-Σκόπια:Διαφωνία για την εξέγερση Ίλιντεν
Ἂρθρα & Σκέψεις- Γιῶργος Ἐχέδωρος