Του Σταυρου Τζιμα
15 /9/ 2011
Στην κρατική ντάτσα, στην Αχρίδα, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εξαγριωμένος τα ψέλνει στον Κίρο Γκλιγκόροφ, για την απόφαση των Σκοπίων να αποσχισθούν από τη Γιουγκοσλαβία.
Είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου του 1991 στο οποίο ο πληθυσμός της μέχρι τότε «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας», με ποσοστό 95,09% τάχθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας. Όμως, πάνω από τις πέτρινες γέφυρες του Βαρδάρη, πλανιόταν ο φόβος του Μιλόσεβιτς, αλλά και η αγωνία για τις αντιδράσεις της Αθήνας.
Ο πόλεμος είχε αρχίσει, Κροατία και Σλοβενία είχαν αποσχισθεί ήδη, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο και τώρα οι Σέρβοι έχαναν και τους αδερφούς και συγκάτοικους του Νότου.
Θα το ανεχόταν αυτό ο σερβικός παράγοντας και πώς θα τους επέτρεπε ο πανίσχυρος τότε Μιλόσεβιτς να φύγουν;
Οι φόβοι του Γκλιγκόροφ, προέδρου ήδη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) εντάθηκαν, όταν στις 27 Δεκεμβρίου του τηλεφώνησε ο Μιλόσεβιτς και του ζήτησε να συναντηθούν στην Αχρίδα για να συζητήσουν «για τις σχέσεις και το μέλλον της περιοχής».
Πήρε μαζί του και τον Βασίλι Τοπουρκόφσκι, εκπρόσωπο των Σκοπίων στο συλλογικό προεδρείο της ημιθανούς ομοσπονδίας.
«Η συνάντηση έγινε στις 6 Ιανουαρίου του 1992 και ο Μιλόσεβιτς ήρθε συνοδευόμενος από το μέλος του συλλογικού προεδρείου, Μπόρισλαβ Γιόβιτς, και τον υπουργό Εξωτερικών, Βλάντο Γιοβάνοβιτς» αφηγείται ο Τοπουρκόφσκι.
«Το κλίμα ήταν βαρύ και οι Σέρβοι μάς το δήλωσαν ανοιχτά ότι ήταν απογοητευμένοι, δεν πίστευαν ότι εμείς θα αποκοβόμασταν και θα κάναμε δικό μας κράτος. Μίλησε πρώτος ο Γιόβιτς, ο οποίος μάς προειδοποίησε ότι αν δεν ενταχθούμε σε μια συνομοσπονδία των «4» (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία, «Μακεδονία») θα ξεσπάσει στη Βοσνία φοβερός πόλεμος.
Εμείς όμως είχαμε διενεργήσει το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και αυτό τους το υπενθύμισα, ενώ ο Γκλιγκόροφ τους είπε πως οι Σέρβοι πρέπει να κατανοήσουν το δικαίωμα του λαού μας να αποκτήσει το δικό του κράτος.
«Και πώς θα τα βρείτε με τους Έλληνες και τους Βουλγάρους» πετάχτηκε σε κάποια στιγμή ο Μιλόσεβιτς, και ο Γκλιγκόροφ του απάντησε ότι δεν είναι στις προθέσεις μας η αλλαγή συνόρων, ούτε η «Μεγάλη Μακεδονία» κ.ά. Η συζήτηση ήταν τεταμένη και μπρος στην επιμονή μας ο Μιλόσεβιτς μας είπε: Ωραία, λοιπόν, αδέρφια, σας εύχομαι κάθε επιτυχία στον δρόμο για την ανεξαρτησία και σας βεβαιώνω ότι η Σερβία δεν θα λάβει κανένα μέτρο κατά της χώρας σας. Μην ξεχνάτε όμως ότι θα είμαστε πάντα στρατηγικοί εταίροι σε δύο πράγματα: στην οικονομία και -στο πιο σημαντικό- στο αλβανικό ζήτημα.
Η συνάντηση ήταν πολύ σύντομη, 45 λεπτά και δεν έμειναν ούτε για φαγητό. Έφυγαν αμέσως θυμωμένοι, ενώ είχε προγραμματιστεί να μείνουν δυο μέρες».
Σε ερώτηση για το πώς εξηγεί τη χαλαρή αντίδραση του Μιλόσεβιτς, ο Τοπουρκόφσκι υποστήριξε: «Oι πόλεμοι στην Κροατία και στη Βοσνία έγιναν γιατί υπήρχε μεγάλη παρουσία σερβικού πληθυσμού. Σ' εμάς υπήρχε 1,5-2%. Δεν είχαμε ιστορικό συγκρούσεων στη σύγχρονη Γιουγκοσλαβία. Κατά δεύτερον, πολιτικά η χώρα μου ήταν πάντα συνδεδεμένη με τη Σερβία. Ήταν πολύ πιο κοντά με τη Σερβία».
Απαλλαγμένη από το άγχος των Σέρβων, η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων ανέμενε τώρα τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς.
Μέχρι την ψυχρολουσία της 8ης Σεπτεμβρίου, η ελληνική κοινή γνώμη αγνοούσε την ύπαρξη μιας ιστορικά «παγωμένης διένεξης» στα βόρεια σύνορά της, βυθισμένη στην άγνοια της προβαλλόμενης από την πολιτική και πνευματική της ελίτ επί δεκαετίες θεωρίας περί «ανύπαρκτου μακεδονικού».
Το έδαφος, επομένως, ήταν πρόσφορο για την καλλιέργεια κλίματος εθνικής έπαρσης και στο αφρίζον κύμα του πατριωτισμού επέπλευσαν στόχοι που κρίνοντας εκ του αποτελέσματος κράτησαν την πληγή ανοιχτή αντί να την κλείσουν αμέσως, τις μέρες εκείνες, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα και δυσμενείς για τους γείτονες.
«... Αυτές τις μέρες ανησυχούσαμε για την ασφάλειά μας και οι δυνατότητές μας για άμυνα ήταν όχι μόνο περιορισμένες αλλά ανύπαρκτες», αναφέρει ο Γκλιγκόροφ στα απομνημονεύματά του με αφορμή την παραβίαση στις 4 Δεκεμβρίου του 1991, του εναέριου χώρου της χώρας του από ελληνικό πολεμικό αεροπλάνο που όπως υποστηρίζει πέταξε πάνω από το Μοναστήρι.
«Ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός βρισκόταν ακόμη στη χώρα μας, αλλά ήταν προφανές, τουλάχιστον από την πολιτική που ακολουθούσε το Βελιγράδι, ότι δεν επρόκειτο να προστατεύσει την ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους. Γι' αυτό τον λόγο αποφάσισα, σε μια συνάντηση με τον απεσταλμένο του ΟΗΕ Σάιρους Βανς στη λεγόμενη βίλα του Ντετινιέ, να υποστηρίξω για πρώτη φορά την πρωτοβουλία πιθανής αποστολής ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στα σύνορά μας».
ΟΙ ΣΕΡΒΟΙ ΔΕΝ ΠΙΕΣΑΝ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ
Το κρίσιμο εκείνο διάστημα, πρόξενος της Ελλάδας, μέχρι και το '93, στα Σκόπια ήταν ο κ. Δημήτρης Καραϊτίδης, μετέπειτα διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, και στη συνέχεια του Κώστα Σημίτη. Να τι λέει:
«Εκείνη την περίοδο ο Μητσοτάκης καλλιεργούσε τις σχέσεις του με τον Μιλόσεβιτς με πρόθεση να συγκροτηθεί άξονας συνεργασίας Βελιγραδίου-Αθήνας. Πίστευε ότι ο Μιλόσεβιτς θα ασκήσει την επιρροή του στα Σκόπια να μην αποσχιστούν ή να καθυστερήσει την ανεξαρτησία τους αλλά και αν αυτό γινόταν να μην έφερε το όνομα «Μακεδονία» ή έστω να περιείχε κάτι λιγότερο ενοχλητικό για μας.
Η σερβική πλευρά ποτέ δεν άσκησε επιρροή στα Σκόπια, ουδέποτε τους αποθάρρυνε στην αδιαλλαξία, ούτε τους άσκησε πίεση. Όταν και στη συνέχεια τους το επισημαίναμε, μας έλεγαν αφήστε τους να λένε, να εκτονώνουν τον εθνικιστικό τους ενθουσιασμό, θα τους περάσει. Εμείς θα σας βοηθήσουμε. Επ' αυτού, βλέποντας το κλίμα έγραφα τότε στα τηλεγραφήματά μου από τα Σκόπια ότι δεν είναι ειλικρινείς οι Σέρβοι.
Αρχικά, στα Σκόπια υπήρχε μια ανησυχία για το πώς θα αντιδράσει το Βελιγράδι. Φοβούνταν μια αντίδραση τύπου Σλοβενίας, πως θα απαιτούσε το Βελιγράδι ενσωμάτωσή τους στη Σερβία.
Όσον αφορά την Ελλάδα δεν τους ανησυχούσε ιδιαίτερα η αντίδρασή της, καθώς πίστευαν πως δεν θα ήταν μεν ευχάριστο στην Αθήνα, αλλά πέραν του διπλωματικού επιπέδου δεν θα λάμβανε άλλη, βίαια μορφή.
Εντύπωσή μου ήταν ότι κινούνταν με μεθοδικότητα και βάσει σχεδιασμού. Θεωρώ ότι ήταν σε επαφή με τον ξένο παράγοντα. Είχαν εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του Βελιγραδίου αλλά και της Ρωσίας και της Βουλγαρίας.
Οι οδηγίες από την Αθήνα ήταν να διερευνήσω τις απόψεις θεσμικών παραγόντων. Ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Στόγιαν Άντοφ, θεωρείτο τότε ο μετριοπαθέστερος, αυτό μου είχαν πει από την Αθήνα. Όταν μου επέτρεψαν να τον συναντήσω δεν μου φάνηκε καθόλου ότι ήταν μετριοπαθής. Αντιθέτως πιο διαλλακτικός μου φάνηκε ο τότε ΥΠΕΞ, Ντέγκο Μαλέσκι. Τον επισκέφθηκα στο γραφείο του και φεύγοντας με συνόδευσε έως την πόρτα όπου μου είπε χαμηλόφωνα: πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε κάτι για να βρούμε μια λύση».
Ερωτηθείς για την ύπαρξη μυστικής διπλωματίας γύρω από την επίλυση του προβλήματος με τα Σκόπια, ο κ. Καραϊτίδης απάντησε πως «δεν υπήρχε κάτι οργανωμένο, αλλά κατά καιρούς εμφανίζονταν διάφοροι καλοθελητές που ισχυρίζονταν ότι μπορούν να επηρεάσουν τους Αμερικανούς ή τον Γκλιγκόροφ, χωρίς να προκύψει κάποια συνέχεια».
Υποστήριξε ακόμα ότι ουδέποτε, όσο τουλάχιστον ο ίδιος ήταν πρόξενος ή διευθυντής του διπλωματικού γραφείου των Παπανδρέου-Σημίτη, Ελλάδα και Σκόπια έφτασαν κοντά σε λύση.