Ιταλία-Να επιστραφούν στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα ζητά η βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας νοτιοαφρικανή συγγραφέας Ναντίν Γκόρντιμερ
4 Ιουνίου 2009
4 Ιουνίου 2009
Μετά τη νέα βρετανική επανακυκλοφορία του βιβλίου την άνοιξη του 2008, αυτές τις ημέρες αναμένεται η ιταλική έκδοσή του. Επ΄ ευκαιρία του γεγονότος αυτού αλλά και των επικείμενων εγκαινίων του Μουσείου της Ακρόπολης, η εφημερίδα «Corriere della Sera» προδημοσιεύει τον εν λόγω πρόλογο.
«Καθώς δεν της αρκούσε η κυριαρχία της σε άλλες χώρες ,η Βρετανική Αυτοκρατορία οικειοποιήθηκε την Τέχνη, η οποία περιλαμβάνει το ήθος, την ιστορία, τη λατρευτική μυθολογία και τις ρίζες ενός λαού» γράφει στη συνέχεια η Γκόρντιμερ και συνεχίζει: «Η αμφίβολη ηθική της επιλογής από πλευράς ενός εθνικού βρετανικού μουσείου, στην αυγή του 19ου αιώνα, να αποκτήσει την κληρονομιά μιας άλλης χώρας χωρίς να ρωτήσει με ποιον τρόπο και από ποιο χέρι κατέληξε στο εμπόριο, ήταν ξεκάθαρα δικαιολογημένη, παρά τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της, στο όνομα της ίδιας αυτοκρατορικής αλαζονείας. Αυτό όμως έγινε στο παρελθόν. Η επιστροφή τους σήμερα βασίζεται σε δεδομένα που υπερβαίνουν τα αυστηρώς νομικά: στην αποκατάσταση μιας αποικιοκρατικής αδικίας, κεκαλυμμένης από μια απλή εμπορική συναλλαγή (σ.σ.: τα Γλυπτά αγοράστηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση το 1816 και στη συνέχεια εκτέθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο)».
Αρχικά, υποστηρίζει η Γκόρντιμερ, «οφείλουμε να σταματήσουμε να μιλάμε περί Ελγινείων Μαρμάρων. Τα Γλυπτά δεν ανήκουν και δεν ανήκαν ποτέ στον λόρδο Ελγιν. Δεν είναι αυτές οι ρίζες τους. Όπως καταδεικνύει ο Χίτσενς με σπουδή και πάθος, υπάρχουν τμήματα των Γλυπτών του Παρθενώνα τα οποία ο λόρδος Έλγιν, βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα στη διάρκεια της ύστερης οθωμανικής κυριαρχίας αφαίρεσε απευθείας από τη ζωφόρο του Παρθενώνα στην Ακρόπολη της Αθήνας. Δεδομένης της προέλευσής τους, λοιπόν, μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα. Ωστόσο, σε σχέση με ό,τι αντιπροσωπεύει η αρχαιοελληνική κουλτούρα, τα ιδανικά του ανθρωπισμού και της ομορφιάς της Τέχνης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ζωφόρος του Παρθενώνα ανήκει στην πολιτιστική κληρονομιά ολόκληρου του κόσμου ,σε όλους εμάς που, έστω υποσυνείδητα, ανακαλούμε από εκεί κάτι από τη δική μας δημοκρατική αισθητική. Από μια τέτοια επιχειρηματολογία προκύπτει μια άλλη: πού πρέπει να εκτίθενται παρόμοιες μορφές τέχνης οι οποίες ανήκουν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Πού μπορεί η πλειονότητα εξ ημών να απολαύσει μια ματιά τόσο διαφωτιστική;».
Η απάντηση του Βρετανικού Μουσείου, γράφει στη συνέχεια η Γκόρντιμερ, μας επαναφέρει στα ίχνη της Αυτοκρατορίας και στο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η Μεγάλη Βρετανία είναι η Μέκκα του Κόσμου και επομένως εκεί, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος στη Γη, το διάζωμα του Παρθενώνα μπορεί να καταστεί αντικείμενο θαυμασμού από περισσότερους ανθρώπους. «Δεν γνωρίζω» τονίζει «τις στατιστικές σχετικά με τον αριθμό επισκεπτών της Αθήνας και του Λονδίνου. Αυτό που ξέρω, καθώς είμαι μία από τα εκατομμύρια ανθρώπων που δεν ζουν ούτε στην Αγγλία ούτε στην Ελλάδα, είναι ότι καμία από τις δύο μεγάλες πόλεις δεν είναι ο ιδανικός προορισμός για μια ήρεμη, κυριακάτικη βόλτα. Για ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, κανένας από τους δύο προορισμούς δεν είναι εύκολα προσβάσιμος. Ακόμη και για κάποιον που έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει, και οι δύο πόλεις είναι μακριά, “στο εξωτερικό”. Για κάποιους, το αν περισσότεροι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να δουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα απομονωμένα από το περιβάλλον τους, στο Λονδίνο και όχι στην Αθήνα ,είναι ένα κριτήριο που έχει νόημα μόνο για τις προνομιούχες τάξεις. Είναι ένα κομμάτι του πολιτιστικού DΝΑ των Ελλήνων και εκεί ανήκουν». Στο δεδομένο πλαίσιο, υποστηρίζει η Γκόρντιμερ, πού αλλού πρέπει να βρίσκονται προκειμένου να γίνονται αντικείμενο θαυμασμού από όλους, αν όχι στον τόπο όπου δημιουργήθηκαν; Όπως υποστηρίζει λίγο παρακάτω η συγγραφέας, η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θα ήταν μια κατάκτηση για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Καταλήγοντας, η Ναντίν Γκόρντιμερ αναφέρεται στο ζήτημα της συντήρησης και της δυνατότητας παρουσίασης των Γλυπτών: «Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά της να συντηρήσει και να παρουσιάσει την πολιτιστική κληρονομιά της όπως ταιριάζει στη σπουδαιότητά της, η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευθεί μια πραγματικότητα ασύγκριτη. Η αίθουσα του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, στην Αθήνα, προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα να “ακολουθήσει” κανείς την Πομπή των Παναθηναίων όπως απεικονίζεται στη ζωφόρο (μήκους 106 μέτρων) και δη σε έναν χώρο που βλέπει κατευθείαν στον Παρθενώνα,στην κορυφή του Ιερού Βράχου».
Το βιβλίο του Κρίστοφερ Χίτσενς κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας και Αντιγόνης Λύτρα από τις εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη- 1988. Στην έκδοση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο πρόλογος της Ναντίν Γκόρντιμερ, ο οποίος προστέθηκε στην αγγλική επανέκδοση του 2008.
Διαφωτιστής, ανατρεπτικός και αντίθεος
Ο Κρίστοφερ Χίτσενς, γεννημένος το 1949, είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ιδιαίτερα ανατρεπτικός και ενίοτε αμφιλεγόμενος: στα βιβλία του έχει προσπαθήσει να απομυθοποιήσει τη Μητέρα Τερέζα , να μηνύσει τον Χένρι Κίσινγκερ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενώ στο τελευταίο βιβλίο του «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα» αναπτύσσει τον παλιό αφορισμό του Μαρξ ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Το 2009 το περιοδικό «Forbes» τον συμπεριέλαβε στους 25 φιλελεύθερους με τη μεγαλύτερη επιρροή στα αμερικανικά ΜΜΕ. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως αντίθεο και οπαδό των αξιών του Διαφωτισμού- της εκκοσμίκευσης, του ανθρωπισμού και της λογικής.
Πηγή: Το Βήμα
«Καθώς δεν της αρκούσε η κυριαρχία της σε άλλες χώρες ,η Βρετανική Αυτοκρατορία οικειοποιήθηκε την Τέχνη, η οποία περιλαμβάνει το ήθος, την ιστορία, τη λατρευτική μυθολογία και τις ρίζες ενός λαού» γράφει στη συνέχεια η Γκόρντιμερ και συνεχίζει: «Η αμφίβολη ηθική της επιλογής από πλευράς ενός εθνικού βρετανικού μουσείου, στην αυγή του 19ου αιώνα, να αποκτήσει την κληρονομιά μιας άλλης χώρας χωρίς να ρωτήσει με ποιον τρόπο και από ποιο χέρι κατέληξε στο εμπόριο, ήταν ξεκάθαρα δικαιολογημένη, παρά τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της, στο όνομα της ίδιας αυτοκρατορικής αλαζονείας. Αυτό όμως έγινε στο παρελθόν. Η επιστροφή τους σήμερα βασίζεται σε δεδομένα που υπερβαίνουν τα αυστηρώς νομικά: στην αποκατάσταση μιας αποικιοκρατικής αδικίας, κεκαλυμμένης από μια απλή εμπορική συναλλαγή (σ.σ.: τα Γλυπτά αγοράστηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση το 1816 και στη συνέχεια εκτέθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο)».
Αρχικά, υποστηρίζει η Γκόρντιμερ, «οφείλουμε να σταματήσουμε να μιλάμε περί Ελγινείων Μαρμάρων. Τα Γλυπτά δεν ανήκουν και δεν ανήκαν ποτέ στον λόρδο Ελγιν. Δεν είναι αυτές οι ρίζες τους. Όπως καταδεικνύει ο Χίτσενς με σπουδή και πάθος, υπάρχουν τμήματα των Γλυπτών του Παρθενώνα τα οποία ο λόρδος Έλγιν, βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα στη διάρκεια της ύστερης οθωμανικής κυριαρχίας αφαίρεσε απευθείας από τη ζωφόρο του Παρθενώνα στην Ακρόπολη της Αθήνας. Δεδομένης της προέλευσής τους, λοιπόν, μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα. Ωστόσο, σε σχέση με ό,τι αντιπροσωπεύει η αρχαιοελληνική κουλτούρα, τα ιδανικά του ανθρωπισμού και της ομορφιάς της Τέχνης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ζωφόρος του Παρθενώνα ανήκει στην πολιτιστική κληρονομιά ολόκληρου του κόσμου ,σε όλους εμάς που, έστω υποσυνείδητα, ανακαλούμε από εκεί κάτι από τη δική μας δημοκρατική αισθητική. Από μια τέτοια επιχειρηματολογία προκύπτει μια άλλη: πού πρέπει να εκτίθενται παρόμοιες μορφές τέχνης οι οποίες ανήκουν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Πού μπορεί η πλειονότητα εξ ημών να απολαύσει μια ματιά τόσο διαφωτιστική;».
Η απάντηση του Βρετανικού Μουσείου, γράφει στη συνέχεια η Γκόρντιμερ, μας επαναφέρει στα ίχνη της Αυτοκρατορίας και στο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η Μεγάλη Βρετανία είναι η Μέκκα του Κόσμου και επομένως εκεί, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος στη Γη, το διάζωμα του Παρθενώνα μπορεί να καταστεί αντικείμενο θαυμασμού από περισσότερους ανθρώπους. «Δεν γνωρίζω» τονίζει «τις στατιστικές σχετικά με τον αριθμό επισκεπτών της Αθήνας και του Λονδίνου. Αυτό που ξέρω, καθώς είμαι μία από τα εκατομμύρια ανθρώπων που δεν ζουν ούτε στην Αγγλία ούτε στην Ελλάδα, είναι ότι καμία από τις δύο μεγάλες πόλεις δεν είναι ο ιδανικός προορισμός για μια ήρεμη, κυριακάτικη βόλτα. Για ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, κανένας από τους δύο προορισμούς δεν είναι εύκολα προσβάσιμος. Ακόμη και για κάποιον που έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει, και οι δύο πόλεις είναι μακριά, “στο εξωτερικό”. Για κάποιους, το αν περισσότεροι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να δουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα απομονωμένα από το περιβάλλον τους, στο Λονδίνο και όχι στην Αθήνα ,είναι ένα κριτήριο που έχει νόημα μόνο για τις προνομιούχες τάξεις. Είναι ένα κομμάτι του πολιτιστικού DΝΑ των Ελλήνων και εκεί ανήκουν». Στο δεδομένο πλαίσιο, υποστηρίζει η Γκόρντιμερ, πού αλλού πρέπει να βρίσκονται προκειμένου να γίνονται αντικείμενο θαυμασμού από όλους, αν όχι στον τόπο όπου δημιουργήθηκαν; Όπως υποστηρίζει λίγο παρακάτω η συγγραφέας, η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θα ήταν μια κατάκτηση για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Καταλήγοντας, η Ναντίν Γκόρντιμερ αναφέρεται στο ζήτημα της συντήρησης και της δυνατότητας παρουσίασης των Γλυπτών: «Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά της να συντηρήσει και να παρουσιάσει την πολιτιστική κληρονομιά της όπως ταιριάζει στη σπουδαιότητά της, η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευθεί μια πραγματικότητα ασύγκριτη. Η αίθουσα του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, στην Αθήνα, προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα να “ακολουθήσει” κανείς την Πομπή των Παναθηναίων όπως απεικονίζεται στη ζωφόρο (μήκους 106 μέτρων) και δη σε έναν χώρο που βλέπει κατευθείαν στον Παρθενώνα,στην κορυφή του Ιερού Βράχου».
Το βιβλίο του Κρίστοφερ Χίτσενς κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας και Αντιγόνης Λύτρα από τις εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη- 1988. Στην έκδοση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο πρόλογος της Ναντίν Γκόρντιμερ, ο οποίος προστέθηκε στην αγγλική επανέκδοση του 2008.
Διαφωτιστής, ανατρεπτικός και αντίθεος
Ο Κρίστοφερ Χίτσενς, γεννημένος το 1949, είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ιδιαίτερα ανατρεπτικός και ενίοτε αμφιλεγόμενος: στα βιβλία του έχει προσπαθήσει να απομυθοποιήσει τη Μητέρα Τερέζα , να μηνύσει τον Χένρι Κίσινγκερ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενώ στο τελευταίο βιβλίο του «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα» αναπτύσσει τον παλιό αφορισμό του Μαρξ ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Το 2009 το περιοδικό «Forbes» τον συμπεριέλαβε στους 25 φιλελεύθερους με τη μεγαλύτερη επιρροή στα αμερικανικά ΜΜΕ. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως αντίθεο και οπαδό των αξιών του Διαφωτισμού- της εκκοσμίκευσης, του ανθρωπισμού και της λογικής.
Πηγή: Το Βήμα