Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος
Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στη διερεύνηση του παρελθόντος μέσα από τα αρχαία αντικείμενα που ανακαλύπτονται.
Με αφορμή του θέματος μας για το ναυάγιο του αρχαίου ελληνικού πλοίου με τους χιλιάδες αμφορείς, διαπιστώσαμε πως πέρα από την οπτική αξιολόγηση των αρχαίων αντικειμένων άρχισε να αναπτύσσεται ένας σχεδιασμός αποκωδικοποίησης του περιεχομένου των αμφορέων.
Η ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Lund της Σουηδίας Μαρία Χάνσον, είναι μια πρωτοπόρα στο θέμα αυτό:
«καθώς μελετούσαμε ένα αρχαιοελληνικό ναυάγιο και ειδικότερα τους διατηρημένους αμφορείς του, διαπιστώσαμε πως θα μπορούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε το γενετικό υλικό (DNA) που βρίσκεται μέσα σε αυτούς. Ανοίγεται έτσι μπροστά μας ένα νέο πεδίο, αυτό της ‘μοριακής αρχαιολογίας’, που με την ανάλογη τεχνική, θα μας προσδώσει στοιχεία άγνωστα για την αρχαία γεωργία και τις εμπορικές συναλλαγές.»
Όπως αναφέρεται στο σχετικό δημοσίευμα της ‘Παγκόσμιας Επιστήμης» η ναυσιπλοΐα αναπτύχθηκε στη Μεσόγειο. Η διακίνηση των τροφών στην αρχαιότητα από έναν τόπο σε άλλον γινότανε σε κεραμικά βάζα που οι Έλληνες αποκαλούσαν ‘αμφορείς’. Αυτά ήταν τα αρχαία ‘μεταφορικά κιβώτια’.
Η Μαρία Χάνσον στην εργασία της σημειώνει πως από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία οι αμφορείς είχαν ποικίλες μορφές σε διαφορετικές περιοχές αλλά και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Σε πολλές περιπτώσεις οι σωροί των αμφορέων που εντοπίζονται στο βυθό είναι οι βουβοί μάρτυρες ενός αρχαίου ναυαγίου. Το ίδιο το αρχαίο σκάφος έχει διαβρωθεί και φαγωθεί από το χρόνο ενώ οι αμφορείς παραμένουν στο σημείο του ναυαγίου, σχεδόν, αναλλοίωτοι.
Όπως σημειώνουν στην έκθεσή τους, η Μαρία Χάνσον και ο συνάδελφός της Μπρένταν Φόλευ του Ωκεανολογικού Ινστιτούτο της Μασσαχουσέτης, είναι δύσκολο να καθορίσουν, με τα συμβατικά μέσα, το εμπόρευμα που υπήρχε μέσα στα αγγεία μετά από δύο χιλιάδες χρόνια παραμονής των αμφορέων στο θαλασσινό νερό.
Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως, εντοπίσουν σε κοιλώματα των αμφορέων υπολείμματα ελιάς.
Και αυτή είναι μια κλασσική έρευνα που γίνεται ακόμη και σήμερα.
Οι ερευνητές σύμφωνα με την έκθεσή τους ακολούθησαν μια νέα τεχνική ανάλυσης. Πήραν αμφορείς, το καλοκαίρι του 2004, από ένα ναυάγιο που βρέθηκε κοντά στη Χίο. Τα αντικείμενα του ναυαγίου εντοπίστηκαν σε βάθος 60 μέτρων κοντά στην ακτή του νησιού. Χρησιμοποιώντας ρομποτικές μηχανές κατάφεραν να ανασύρουν αγγεία από το βυθό.
Έξυσαν το εσωτερικό των αμφορέων για να διερευνήσουν τυχόν υπολείμματα από το υλικό που είχαν μέσα που πιθανώς είχαν προσκολληθεί στο κεραμικό τοίχωμα.
Από ότι μπορούσαν να υποθέσουν, από το είδος των αμφορέων, το αρχαιοελληνικό σκάφος μετέφερε κατά πάσα πιθανότητα οίνο.
Ακολούθησε η αποκωδικοποίηση του υλικού που βρέθηκε. Τα αποτελέσματα, πράγματι, ήταν εκπληκτικά.
Τα αγγεία περιείχαν ελαιόλαδο που ήταν, μάλιστα, αρωματισμένο με απόσταξη ρίγανης.
Η Χίος ήταν γνωστή στην αρχαιότητα για το εξαιρετικής ποιότητας κρασί της. Διαπιστώθηκε, τελικά, πως ένα άλλο εξαγώγιμο προϊόν της, ήταν το περίφημο ελαιόλαδό της.
Οι Χάνσον και Φόλευ εξέτασαν με την ίδια μέθοδο έναν άλλον αμφορέα και διαπίστωσαν πως περιείχε μαστίχη. Οι ερευνητές υπέθεσαν πως η ρητίνη της μαστίχας χρησιμοποιούνταν ως συντηρητικό και συγχρόνως ως αρωματική ουσία στο κρασί.
Γενετικό υλικό δεν αφήνουν όλα τα μεταφερόμενα τρόφιμα. Οι ερευνητές έψαξαν να βρούν υπολείμματα οίνου ή σταφυλιού για να καθορίσουν το είδος της αμπέλου που καλλιεργούνταν την εποχή εκείνη, αλλά δεν τα κατέφεραν.
Ίσως σε νέα ευρήματα κατορθώσουν να το ερευνήσουν και αυτό.
Γεγονός είναι πως με τη ’μοριακή αρχαιολογία’ γινόμαστε γνώστες της εμπορίας των τροφίμων και της ποιότητάς τους και διαπιστώνουμε πως μέσα σε δυόμισι χιλιετίες, δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα.