Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος
Εντυπωσιακές αρχαιολογικές ανακαλύψεις πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η αρχαιολογική έρευνα στον βυθό του Αιγαίου βρίσκεται ακόμη σε παρθενικό στάδιο. Ορισμένες ενδείξεις ή ακόμη τυχαίες ανακαλύψεις καταδυτών, δίνουν μια νέα διάσταση στις αρχαιολογικές έρευνες. Διανοίγεται, έτσι, ένα ξεχωριστό και δύσκολο πεδίο ερευνών στον υποθαλάσσιο χώρο του ελληνικού αρχιπελάγους.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Αθηναϊκού πρακτορείου της περασμένης Παρασκευής εντοπίστηκαν αρχαία ναυάγια γεμάτα με αμφορείς στα βορειοανατολικά της Σάμου.
Φορτία με αμφορείς του 3ου αιώνα π.Χ. στη Σάμο
Πρώτο Ναυάγιο.
Το φορτίο αρχαίων ναυαγίων αλλά και κτιριακά κατάλοιπα της βυζαντινής περιόδου καταβυθισμένα στη θάλασσα εντόπισε η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων την περασμένη εβδομάδα γύρω από τη Σάμο. Συγκεκριμένα στα βορειοανατολικά του νησιού βρέθηκε φορτίο ναυαγίου με αμφορείς από την Κω που χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα π.Χ.
Όπως διαπιστώθηκε, το ναυάγιο βρίσκεται σε βάθος από 25 ως 40 μέτρα σε επικλινή πυθμένα και διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, παρ’ ότι παρουσιάζει ίχνη μερικής σύλησης.
Δεύτερο Ναυάγιο και κτιριακά κατάλοιπα
Εντοπίστηκε στα ανατολικά, αυτή τη φορά, της Σάμου: σε πολύ μικρό βάθος και στον βραχώδη πυθμένα της θάλασσας βρέθηκαν συσσωματώματα τμημάτων αμφορέων και κεράμων από το φορτίο αρχαίου ναυαγίου, η χρονολόγηση του οποίου όμως δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί. Σε ανάλογο έλεγχο, εξάλλου, που πραγματοποιήθηκε στη Νότια Σάμο, εντοπίστηκαν μεμονωμένα όστρακα και τμήματα αμφορέων από τυχαίες απορρίψεις. Κτιριακά κατάλοιπα των βυζαντινών χρόνων βρέθηκαν τέλος στη θαλάσσια περιοχή του Αγ. Νικολάου.
Η αποστολή της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στη Σάμο είχε βασικό στόχο την εποπτεία των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη στον λιμένα Πυθαγορείου και κυρίως τη μεταφορά των υπολειμμάτων του «Ταγκαναρόκ», το οποίο βυθίστηκε το 1943 από τους Γερμανούς, πλησίον του νότιου προσήνεμου λιμενοβραχίονα.
Στο λιμάνι
Από την εκβάθυνση του λιμένα, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, ανελκύστηκαν τμήματα αγγείων διαφόρων χρονολογικών και γεωγραφικών προελεύσεων που δείχνουν τη συνεχή χρήση αυτής της λιμενικής θέσης μέσα στους αιώνες. Μεταξύ τους, μάλιστα, υπήρχαν τμήματα μελαμβαφών αγγείων των κλασικών χρόνων, στα οποία υπάρχουν εγχάρακτα γράμματα και παραστάσεις υψηλής τέχνης.
Όπως εκτιμούν οι αρχαιολόγοι, αυτές οι πληροφορίες στο σύνολό τους εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τη ναυτική δραστηριότητα που ανέπτυξε το νησί στη διάρκεια της ιστορίας του και καταδεικνύουν την ανάγκη για συστηματικότερη διερεύνηση των βυθών του. (Στο κλιμάκιο της Εφορείας συμμετείχαν οι καταδυόμενοι αρχαιολόγοι δρ Θεοτ.Θεοδούλου (επικεφαλής) και κυρία Αρ. Κορρέ, ο καταδυόμενος τεχνολόγος κ. Θεμ. Τρουπάκης και ο υποβρύχιος φωτογράφος κ. Βασ.Μεντόγιαννης.)
Η χαμένη Ατλαντίδα στη Θάσο;
Εξάλλου, η ανακάλυψη αρχαιοτήτων στο βυθό της Θάσου, που πιθανόν θα αλλάξουν την ιστορία του νησιού, είναι μια από τις πολλές εντυπωσιακές εικόνες που αντίκρισαν οι συμμετέχοντες στο Διεθνή Διαγωνισμό Υποβρύχιας Φωτογραφίας, που διοργάνωσε στο "σμαραγδένιο νησί" το Πανελλήνιο Κέντρο Υποβρύχιας Φωτογραφίας - Έρευνας και Τεχνολογίας (ΠΚΥΦΕΤ).
Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος από τα νέα ευρήματα ώστε να διατυπώνονται απόψεις πως ίσως νότια του νησιού βρίσκεται η ...χαμένη Ατλαντίδα!
Ο πρόεδρος του πιο πάνω αναφερόμενου κέντρου Γιάννης Σταματιάδης δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του:
"Είμαστε σίγουροι πως υπάρχει μια πόλη στο βυθό, 5 μίλια νοτίως της Θάσου. Απομένει να γίνει ειδική κατάδυση, ώστε να μπορέσουμε να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει και να τη φωτογραφίσουμε. Ίσως εδώ να βρίσκεται η χαμένη Ατλαντίδα",
Οι ερευνητικοί ορίζοντες της υποβρύχιας αρχαιολογίας είναι ανοικτοί και η αισιοδοξία των επιστημόνων είναι μεγάλη.
Σημειώνουμε πως μέχρι σήμερα έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας ελάχιστα από τα ευρήματα που κρύβονται στο βυθό των ελληνικών θαλασσών. Μέχρι πρότινος η έρευνα αυτή ήταν προνόμιο των ξένων υποβρύχιων αρχαιολογικών αποστολών αλλά και των εγχώριων και αλλοδαπών αρχαιοκαπήλων.
Μια ικανή χρηματοδότηση, από το κράτος, τέτοιων προσπαθειών, είναι βέβαιο πως θα εντείνει το ρυθμό των υποβρύχιων αρχαιολογικών ερευνών και ίσως αλλάξουν ορισμένα ιστορικά δεδομένα από τα ελάχιστα που γνωρίζουμε σήμερα.