Από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα μπορούμε να συζητάμε για το σχηματισμό της εθνικής συνείδησης των λαών των Βαλκανίων.
Οι Έλληνες, φυσικά, δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.
Με βάση τα προνόμια που τους είχαν χορηγηθεί από τους Σουλτάνους, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, στα εδάφη όπου κατοικούνταν από Έλληνες, λειτουργούσε ένα καλά οργανωμένο δίκτυο σχολείων και εκκλησιών στην εθνική τους γλώσσα.
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, έπαιξε βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της διατήρησης των ελληνικών εθνικών ιδανικών.
Εκτός από τις θαλάσσιες δραστηριότητες των Ελλήνων ναυτικών, τους δίνεται η ελευθερία κινήσεων και, έτσι, έρχονται σε επαφή, πολλοί Έλληνες, με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν από τον Ναπολέοντα.
Δεν παύει, εντούτοις, να υπάρχει στις σκέψεις των Ελλήνων, η νοσταλγία για την παλιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ένα θέμα που θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης από εμπόρους και πολιτικούς, οι οποίοι θα δράσουν αποφασιστικά ερχόμενοι στην Ελλάδα.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1822, με την Συνέλευση της Επιδαύρου, ανακηρύσσεται η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία στη συνέχεια αναγνωρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τόσο εύκολα τα όπλα.
Μέχρι το 1825 οι Έλληνες κερδίζουν τις μάχες με επιτυχία κατά των Τούρκων. Την περίοδο αυτή πραγματοποιείται μια σειρά σφαγών που διαπράχθηκαν και από δύο μέρη. Στην Πελοπόννησο σκοτώθηκαν πάνω από 15.000 μουσουλμάνοι και στο νησί της Χίου σφαγιάστηκαν περίπου 100.000 χριστιανοί.