Ερευνητές και μελετητές που ασχολούνται με την καταγωγή των αρχέγονων θεοτήτων της ινδικής χερσονήσου, εντρυφώντας στους μύθους, στις παραδόσεις και στα ινδικά αρχαία κείμενα, συγκλίνουν, τελικά, στην ιδιαίτερη σχέση της ινδικής με την ελληνική θεογονία.
Οι ερευνητές, αν και αποδέχονται όλη την υφή των μύθων που χάνονται στο απώτατο παρελθόν, ωστόσο, δε διστάζουν να συσχετίσουν τους ινδικούς με τους ελληνικούς μύθους διερευνώντας τη σχέση μεταξύ τους, αρχίζοντας από την ιστορική περίοδο. Ένα χρονικό διάστημα, πολύ νεότερο, κατά το οποίο είναι αδιαμφισβήτητη η ποικιλότροπη σχέση μεταξύ του τότε ελληνικού κόσμου και της Ινδίας.
Αν και μέσα στις πηγές τους –οι οποίες αναφέρονται παρακάτω- συμπεριλαμβάνονται ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και ο Στράβων- ωστόσο δεν ενσωματώνουν στις αναφορές τους για τις προσβάσεις των Ελλήνων στην Ινδία στο απώτατο παρελθόν.
Ειδικά για το θέμα αυτό τονίζει ο γεωγράφος Στράβων:
«Μεγασθένης τῷ λόγῳ τούτῳ κελεύων ἀπιστεῖν ταῖς ἀρχαίαις περὶ Ἰνδῶν ἱστορίαις· οὔτε γὰρ παρ΄ Ἰνδῶν ἔξω σταλῆναί ποτε στρατιάν͵ οὔτ΄ ἐπελθεῖν ἔξωθεν καὶ κρατῆσαι πλὴν τῆς μεθ΄ Ἡρακλέους καὶ Διονύσου καὶ τῆς νῦν μετὰ Μακεδόνων.»
(Στράβων 15.1.6)
Δηλαδή,
«Για το λόγο αυτό ο Μεγασθένης πρόσταξε να μην γίνονται πιστευτές οι αρχαίες ιστορίες σχετικά με τις Ινδίες. Γιατί ποτέ δεν εστάλη από τους Ινδούς έξω από τη χώρα τους στρατός, ούτε ποτέ εκστράτευσαν για να κυριεύσουν κάποια χώρα, εκτός από την εποχή που μαζί με τον Ηρακλή και το Διόνυσο έκαναν κάτι τέτοιο, όπως και τώρα με τους Μακεδόνες.»
Φώτο: Ο Χάρτης του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Σε μεγέθυνση η νήσος Ταπροβάνη και το ακρωτήρι που αναφέρεται.(κλικ για μεγέθυνση)
Ο Μεγασθένης, που αναφέρει ο γεωγράφος της αρχαιότητας, ήταν περί το 300 π.Χ., πρεσβευτής του Σέλευκου του Α΄ στην Τσανδραγούπτα Μαουρία, στο Βασίλειο τότε της Μαουρίας της Ινδίας και ο οποίος αναφέρει το θεό των Ινδών Σίβα, ως Διόνυσο. Ταυτίζει, δηλαδή, τον Ινδό θεό με τον Ελληνικό.
Δηλώνει, μάλιστα, την παρουσία του Ηρακλή αλλά και του Διόνυσου ως κυρίαρχους στην χώρα αυτήν στο μακρινό προϊστορικό παρελθόν, πολλούς αιώνες πριν την κατάκτηση από τους Μακεδόνες.
Άγνωστο γιατί, οι δύο αναφερόμενοι μυθικοί ήρωες του απώτατου ελληνικού παρελθόντος, δεν αναφέρονται καθόλου από τους μελετητές της ινδικής θεογονίας. Ίσως η δημιουργία αυτού του κενού να δημιουργείται λόγω της μή πρόσβασής τους στα πρωτότυπα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Φώτο: Ακέφαλο άγαλμα του Διόνυσου με δορά πάνθηρα και ράβδο με φίδι. Βρέθηκε στην περιοχή της Κρηστωνίας (Κεντρική Μακεδονία), στο χώρο του Παλατιανού Κιλκίς.
Οι παράλληλοι μύθοι Διόνυσου και ο Σκάνδα
«Οι μύθοι του Διόνυσου και του ινδικού Σκάνδα-Μουρουκάν παρουσιάζουν έναν θεματικό παραλληλισμό για τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκαν.
Ο Σκάνδα γεννήθηκε στην οροσειρά των Ιμαλαΐων και μετανάστευσε στη Νότια Ινδία και στη Σρί Λάνκα, όπου, σαφώς, συνδέθηκε με το Νότο – στην Ινδική Κοσμογραφία, ο Νότος, ως όρος, είναι συνδυασμένος με το βασίλειο του Χάους και του Θανάτου, όπου βασίλευε ο Γιάμα, ο Κυρίαρχος του Θανάτου.»
Συνεχίζει, συσχετίζοντας τη γέννηση του Διόνυσου με αυτήν, του Ινδού θεού Σκάνδα:
«Στην ελληνική μυθολογία ο Διόνυσος γεννήθηκε από το μηρό του πατέρα του και παραδόθηκε στις δώδεκα νύμφες ή στα πνεύματα των υδάτων, τις Υάδες, οι οποίες τον ανέθρεψαν. Προς ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις φροντίδες τους ο Ζευς τις έκανε αιώνιες ανεβάζοντάς τες ψηλά στον ουρανό, όπου επτά από αυτές λαμπυρίζουν αιώνια, σχηματίζοντας τις Πλειάδες.
»Έτσι και ο Σκάνδα, γεννήθηκε απευθείας από το θεό Σίβα, κι όταν κατέβηκε στη γη τον βρήκαν μέσα σε μια άγρια λίμνη, έξι υδάτινα πνεύματα, οι παρθένες Κρίττικα, οι οποίες τον ανέθρεψαν και αργότερα τιμήθηκαν για τις φροντίδες τους αυτές, με αιωνιότητα στον ουρανό ως αστερισμός, που δεν είναι άλλος από τις Πλειάδες. Γι’ αυτό το λόγο ο Σκάνδα, όπως επίσης και οι παρθένες Καρττικέγα, είναι ομογάλακτοι των Πλειάδων.»
Παρατηρούμε, έτσι, ένα κοινό μύθο, με την μόνη διαφορά αυτή των ονομάτων. Το ζητούμενο είναι ποιός πήρε τον μύθο από ποιόν.
Παρακάτω, ο Χάριγκαν, παραθέτει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Walter. F. Otto (σελ. 63, ο τίτλος του βιβλίου παρατίθεται στις ‘αναφορές’):
«Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να αναζητούν στην Άπω Ανατολή και στο Νότο για την πατρίδα του Διόνυσου, έψαχναν για ορισμένες τοποθεσίες που είχαν το όνομα Νύσα, ως τόπο γέννησής του, στην Ινδία».
Ο Otto προφανώς αναφέρεται στο ‘νότο’ εκλαμβάνοντας τις πληροφορίες του από τον Ηρόδοτο, όπως θα δούμε πιο κάτω, αλλά θεωρεί, ατεκμηρίωτα, πως η γέννηση του Έλληνα Θεού έγινε στο χώρο της Άπω Ανατολής.
Πιο κάτω τονίζει:
«Ο Σκάνδα γεννήθηκε από τον πατέρα του, Σίβα, που βρίσκεται πάνω στο κοσμικό όρος που ονομάζεται Καϊλάσα ή Μηρού. Παραβάλλοντας ένα γλωσσολογικό λογοπαίγνιο βλέπουμε πως ο Διόνυσος γεννήθηκε από το ‘μηρό’ του πατέρα του, ίσως από αυτό διαφαίνεται μια συγγένεια της τοποθεσίας Μηρού με την ελληνική λέξη μηρός.»
Τα αναφερόμενα, για τη ‘Νύσα και μηρόν’, δεν είναι αυθαίρετες απόψεις του Όττο, όπως αρχικά πιστέψαμε.
Τις βρήκαμε μελετώντας το αρχαίο κείμενο:
«Ἐκ δὲ τῶν τοιούτων Νυσαίους δή τινας ἔθνος προσωνόμασαν καὶ πόλιν παρ΄ αὐτοῖς Νῦσαν Διονύσου κτίσμα͵ καὶ ὄρος τὸ ὑπὲρ τῆς πόλεως Μηρόν» (Στρ. 15.1.8)
Δηλαδή,
«Από τους Νυσαίους αυτούς μάλιστα μερικοί ονόμασαν, έτσι, κάποιο έθνος και την πόλη τους ονόμασαν Νύσαν που χτίστηκε από το Διόνυσο, και το βουνό γύρω από την πόλη λεγότανε Μηρός.»
Ο Χάριγκαν θεωρεί πως η πατρίδα του Διόνυσου είναι το νότια της Ινδίας νησί, Σρι Λάνκα, η παλιότερα ονομαζόμενη Κεϋλάνη. Στην κλασική αρχαιότητα είναι γνωστό το νησί αυτό ως ‘Ταπροβάνη’. Έτσι ονομάζεται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Αργότερα παρουσιάζεται με την ονομασία ‘Λάνκα’.
«Τὴν δὲ Ταπροβάνην πελαγίαν εἶναί φασι νῆσον ἀπέχουσαν τῶν νοτιωτάτων τῆς Ἰνδικῆς τῶν κατὰ τοὺς Κωνιακοὺς πρὸς μεσημβρίαν ἡμερῶν ἑπτὰ πλοῦν» (Στρ. 15.1.14)
Και αλλού, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ονησικρίτου το μέγεθός της είναι χίλια πεντακόσια στάδια:
«οἷον περὶ τῆς Ταπροβάνης Ὀνησίκριτός φησι μέγεθος μὲν εἶναι πεντακισχιλίων σταδίων͵ οὐ διορίσας μῆκος οὐδὲ πλάτος͵ διέχειν δὲ τῆς ἠπείρου πλοῦν ἡμερῶν εἴκοσιν·»(15.1.15)
«Σε μια ξερή ζούγκλα στο νοτιοανατολικό άκρο της Σρι Λάνκα απλώνεται το Καταραγκάμα ή Κατίρ-Καμάμ, ο τόπος του φωτός, της σφοδρής αγάπης. Ένας ιερός τόπος που συνδυάζει τις εξαιρετικές αρχαιότητες και την ιερότητα καθώς έλκει αρκετές χιλιάδες πιστών Βουδιστών, Ινδουϊστών ακόμη και Μουσουλμάνων που καταφθάνουν όλο το χρόνο, ειδικά, όμως, στη διάρκεια του δεκαπενθήμερου φεστιβάλ της Αεσάλα τον Ιούλιο-Αύγουστο ... Τότε επικρατεί ένα αρχαϊκό πνεύμα μιας ανεξήγητης ευφορίας, μιας αέναης ανανέωσης και θεϊκής αναγέννησης. Η θεότητα του Καταραγκάμα δίνει επίσης την αίσθηση της σωτηριολογικής διάστασης του Θεού, μέσω μιας Θεόπνευστης Ψυχοπομπής που οδηγεί τους ακολούθους του, στον Πρόναο του Θανάτου, μέσα σε ένα απόλυτο πνεύμα όπου οι πιστοί εξαγνίζονται, αποκτώντας, συνάμα, την αίσθηση της ελευθερίας από κάθε εσωτερική ή εξωτερική τυραννία σε συνδυασμό με όλες τις αντιθέσεις που παρουσιάζονται.»
Παραθέσαμε όλα τα παραπάνω για να τονίσουμε πως ο μελετητής, μας προοιωνίζει, πως βρισκόμαστε, ήδη, στον Οίκο του Διονύσου ή του ινδικού Σκάνδα.
Προς επίρρωση της θέσης και της άποψής του αυτής μας δίδει τις αναφορές του αλεξανδρινού Κλαύδιου Πτολεμαίου σχετικά με τη νήσο Ταπροβάνη (Λάνκα).
Ο Πτολεμαίος χαρτογραφεί την Ταπροβάνη
Στο έργο του αναφερόμενου γεωγράφου «Γεωγραφική Υφήγησις» αναφέρεται η νοτιοανατολική ακτή -όπου βρίσκεται και το όρος Καταραγκάμα - ως ‘Θάλασσα Διονύσου’. Στα χρόνια αυτά του Πτολεμαίου (2ος αιώνας) η νήσος Ταπροβάνη και ειδικά το αναφερόμενο όρος, ήταν, ήδη, γνωστός τόπος λατρείας. (Αυτό επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά).
Μερικές αναφορές επί πλέον του Πτολεμαίου μας προσθέτουν στοιχεία για την Ταπροβάνη. Ο γεωγράφος αναφέρεται στο «Ακρωτήριον του Διονύσου» και για κάποιο αρχαίο οικισμό κοντά στον ακρωτήριο αυτό, που όπως τον πληροφόρησαν οι αλεξανδρινοί ναυτικοί ονομάζεται «Πόλη του Διόνυσου ή του Βάκχου». (σ.σ. Παρατηρήσαμε ότι η λέξη ‘Διόνυσος’ δεν υπάρχει στον πτολεμαϊκό χάρτη αλλά γράφει ακριβώς: “Bachi ciuitat”, και το προβαλλόμενο ακρωτήριο δεν αναγράφεται ως ‘Διονύσου’ ή στη λατινική εκδοχή του.— Παραθέτουμε λεπτομέρεια του χάρτη. )
Ο Χάριγκτον αναζητώντας ερείσματα για θεμελίωση των θέσεων του μας προβάλλει τους Ύμνους του Ομήρου και συγκεκριμένα το συγκεκριμένο κομμάτι : «Ύμνοι στο Διόνυσο»(Λ 1-4), όπου ο Όμηρος προβαίνει σε επίκληση του θεού, λέγοντας πως εμφανίστηκε σε κάποιο ακρωτήρι:
«Διόνυσος,
ο υιός της ξακουστής Σεμέλης,
για αυτόν ομιλώ
και θα πω πως εμφανίστηκε στην ακτή της άοκνης θάλασσας,
στο προεξέχον ακρωτήρι
με την εφηβική μορφή του»
Οι ναυτικοί, μας λέγει, του ‘ελληνο-αιγυπτιακού’ κράτους της αρχαιότητας, οι οποίοι είχαν συγγενική σχέση με τη λατρεία του Διονύσου (ως Έλληνες, δηλαδή) καθώς γνωρίζανε και τους ομηρικούς «Ύμνους του Διονύσου», τα είχανε αυτά στο νου τους όταν ομιλούσαν για την περιοχή του Καταραγκάμα.
«Προφανώς, οι αλεξανδρινοί ναυτικοί, συμπεριλαμβανομένου και του Πτολεμαίου, πιστεύανε πως η εξωτική Ταπροβάνη ήταν η πραγματική πατρίδα του Διονύσου, όπως αναφέρθηκε από τον Όμηρο, χίλια χρόνια πριν, τον ένατο, δηλαδή, αιώνα π.Χ. Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να περικλείει τις πεποιθήσεις των χρόνων εκείνων: πως η Λάνκα ή η Ταπροβάνη, ήταν οι λεγόμενοι Αντίποδες του αρχαίου ελληνικού κόσμου».
Έτσι οι αναφερόμενοι ερευνητές με τις επιστημονικές εκδόσεις τους, επιζητούν να μας προσανατολίσουν στη θεώρησή τους, πως η γενέθλια γη του Διονύσου βρίσκεται στον ινδικό νότο... Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Μήπως έχουν αγνοήσει μερικές σημαντικές παραμέτρους; Ας συνεχίσουμε όμως.
Ο ελληνο-ρωμαϊκός κόσμος και οι Ινδίες
Στο βιβλίο του ο ερευνητής Γκανανάθ Ομπεγεσεκέρε καθώς εξετάζει τις σχέσεις του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου με την Άπω ανατολή και την απήχηση της ινδικής θεάς Παττίνι κάνει μια εκτενή αναφορά για τις εμπορικές σχέσεις της εποχής.
Η επικοινωνία μεταξύ της Δυτικής Ασίας και της Ινδίας, μας διευκρινίζει ο Ομπεγεσεκέρε, άρχισαν από την κλασική εποχή και συνεχίστηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Τουλάχιστον 120 πλοία κάθε χρόνο απέπλεαν από τον Όρμο του Μύου της Ερυθράς Θάλασσας με προορισμό την Ινδία. Όταν όμως ο Ιππόλυτος, ένας Έλληνας ναυτικός, ανακάλυψε το 45 μ.Χ., την κατεύθυνση και τη δυναμική των μουσσώνων στη ναυσιπλοΐα, μέσω της οποίας ένα πλοίο από το λιμάνι Οσελίς του Άντεν μπορεί μέσα σε σαράντα μέρες να βρίσκεται κατευθείαν στην Ινδία, τότε το εμπόριο αυξήθηκε κατακόρυφα. Σημειώνει ο Ομπεγεσεκέρε: «το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου στο Μαλαμπάρ και στη Νότιο Ινδία γινότανε με την Αλεξάνδρεια, που ήταν το όνομα του μεγάλου Έμπορα, του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου».
Με την άνθιση του εμπορίου, οι εμπορευόμενοι έφεραν μαζί τους και τα λατρευτικά πιστεύω τους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως η εμπορική αυτή αναφορά δεν αναιρεί την παρουσία των Ελλήνων στους προηγούμενους αιώνες στην Ινδική χερσόνησο. Ίσως και πριν από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, πριν, δηλαδή, του τετάρτου αιώνα προ Χριστού. Και εδώ παραβάλουμε τις αναφορές του Στράβωνα για το Διόνυσο και τον Ηρακλή στην προϊστορική εποχή.
Το ερώτημα που παραμένει με όλη αυτή τη μακροσκελή αναφορά είναι:
Πήραν οι Έλληνες από την Ταπροβάνη (Σρι Λάνκα) τη θεότητα Σκάνδα και τη μετέφεραν ως ‘Διόνυσο’ στην Ελλάδα;
‘Ήρθε από το πέλαγος’
Στο ερώτημά μας απαντάει ο ιστορικός ερευνητής Αμερεσεκέρε από την Σρι Λάνκα:
«Προφορικές παραδόσεις, αρχαιολογικά τεκμήρια, καθώς και η Μαρτυρία του Μαχαβάμσα ή του ‘Μεγάλου Χρονικού’, επιβεβαιώνουν ότι ο Καταραγκάμα έχει ιστορικό βάθος και αποτελεί λατρευτικό κέντρο πριν από τη χριστιανική εποχή.
» Είναι ευρέως γνωστό ότι όλοι οι θεοί, στη Σρι Λάνκα, απεικονίζονται ερχόμενοι από τη θάλασσα. Σύμφωνα με τους θρύλους του Σινχαλέσε ο θεός του Καταραγκάμα ήρθε στη Λάνκα όπως έρχονται οι ξένοι, με μια πρωτόγονη σχεδία, (σ.σ. αναφέρεται στη γλώσσα Sinhala: ‘gal-poruwa’ που μεταφέρεται στην αγγλική ως ‘stone raft’, η ακριβής μετάφραση θα μπορούσε να ήταν ‘λίθινη σχεδία’). Αποβιβάστηκε στη νότια ακτή του νησιού και μετά βαδίζοντας πήγε στο όρος Καταραγκάμα όπου και παρέμεινε από τότε σε αυτό».
Άρα η θεότητα αυτή που παρουσιάζεται όμοια του Διονύσου δεν κατάγεται από τη νήσο αυτή, ήρθε, «όπως έρχονται οι ξένοι» στο νησί, από τη θάλασσα. Όπως, ακριβώς, πήγαν εκεί και οι Έλληνες ναυτικοί…
Είναι σαφέστατος ο Ησίοδος που περιγράφει στη ‘Θεογονία’ του ως ’χρυσοκόμη’ το Διόνυσο και ‘ξανθή’ την Αριάδνη, που καμία σχέση δεν έχουν ούτε με αιθιοπική ούτε με ινδική καταγωγή:
“Χρυσοκόμης δὲ Διώνυσος ξανθὴν Ἀριάδνην,
κούρην Μίνωος, θαλερὴν ποιήσατ᾽ ἄκοιτιν.»
(Ησιόδου, Θεογονία 947)
Φώτο: Διόνυσος και Αριάδνη, υπό της σκέπης κλάδου Αμπέλου. Απεικόνιση σε χρυσό κρατήρα που βρέθηκε στην περιοχή του Δερβενίου –Θεσσαλονίκης.
Ο Στράβων μας δίνει, μέσα από τις Βάκχες του Ευρυπίδη, την ανάμνηση που άφησε ο Διόνυσος στους ασιατικούς λαούς όταν κατέκτησε την «Ἀσίαν τε πᾶσαν» στο απώτατο παρελθόν:
« ὁ μὲν γὰρ ἐν ταῖς Βάκχαις ταῖς Εὐριπίδου Διόνυσος τοιαῦτα νεανιεύεται λιπὼν δὲ Λυδῶν τὰς πολυχρύσους γύας Φρυγῶν τε Περσῶν θ΄ ἡλιοβλήτους πλάκας Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχειμον χθόνα Μήδων ἐπῆλθον Ἀραβίαν τ΄ εὐδαίμονα Ἀσίαν τε πᾶσαν».(Στρ. 15.1.7)
Όπως παραθέτουμε παρακάτω, μας δίνει ακόμη, την εικόνα των Ινδών της εποχής, οι οποίοι είναι αδύνατον να έχουν ως πρότυπο ή θεό τον Διόνυσο, αφού δεν ακολουθούν τις συνήθειες και προτιμήσεις του. Ο οινοπότης θεός, ο προστάτης της αμπέλου, ο στολισμένος με τον κισσό, ήταν μάλλον ξένος προς τους Ινδούς που βιώνουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής από αυτόν που προτείνει ο Διόνυσος. Απλά, ίσως, είχαν μείνει στη μνήμη τους κάποια στοιχεία λατρευτικά, από την κυριαρχία του σε αυτούς ή ακόμη και νεότερα από το στρατό του Αλεξάνδρου που κατείχε το βόρειο μέρος της Ινδίας.
Σημειώνει ο Στράβων:
«Εὐτελεῖς δὲ κατὰ τὴν δίαιταν Ἰνδοὶ πάντες͵.... οὐδὲ γὰρ γράμματα εἰδέναι αὐτούς͵ ἀλλ΄ ἀπὸ μνήμης ἕκαστα διοικεῖσθαι· εὐπραγεῖν δ΄ ὅμως διὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν εὐτέλειαν· οἶνόν τε γὰρ οὐ πίνειν ἀλλ΄ ἐν θυσίαις μόνον͵ πίνειν δ΄ ἀπ΄ ὀρύζης ἀντὶ κριθίνων συντιθέντας· καὶ σιτία δὲ τὸ πλέον ὄρυζαν εἶναι ῥοφητήν». (15.1.53).
Δηλαδή,
«Οι Ινδοί είναι όλοι λιτοδίαιτοι, ...δεν γνωρίζουν τη γραφή και δεν διοικούνται από γραπτούς νόμους αλλά από αυτά που τους λένε προφορικά. Είναι όμως χαρακτηριστικοί για την απλότητά τους και την ευτέλειά τους. Δεν πίνουν ούτε οίνο, μόνο στη διάρκεια των θυσιών πίνουν λίγο ζύθο από ρύζι αντί να συνθλίψουν το κριθάρι ( να φτιάξουν κανονική μπύρα, δηλαδή) και τρώνε κυρίως ρύζι και αυτό σαν ρόφημα»
Η εικόνα που αποκομίζουμε από τα ανωτέρω δεν μας οδηγεί στη λατρεία ενός θεού, όπως είναι ο εύθυμος και βακχικός Διόνυσος.
Εξάλλου ο Ηρόδοτος που έζησε πεντακόσια χρόνια πριν από το Στράβωνα μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το Διόνυσο καθώς αναφέρεται για τους Βουδίνους:
«Βουδῖνοι δὲ ἔθνος ἐὸν μέγα καὶ πολλὸν γλαυκόν τε πᾶν ἰσχυρῶς ἐστι καὶ πυρρόν·...[2] ἔστι γὰρ δὴ αὐτόθι Ἑλληνικῶν θεῶν ἱρὰ Ἑλληνικῶς κατεσκευασμένα ἀγάλμασί τε καὶ βωμοῖσι καὶ νηοῖσι ξυλίνοισι, καὶ τῷ Διονύσῳ τριετηρίδας ἀνάγουσι καὶ βακχεύουσι. εἰσὶ γὰρ οἱ Γελωνοὶ τὸ ἀρχαῖον Ἕλληνες, ἐκ τῶν δὲ ἐμπορίων ἐξαναστάντες οἴκησαν ἐν τοῖσι Βουδίνοισι· καὶ γλώσσῃ τὰ μὲν Σκυθικῇ, τὰ δὲ Ἑλληνικῇ χρέωνται. (Ηροδότου βιβλ. 4, 108)
Από την παράγραφο αυτήν βλέπουμε πως ο Ηρόδοτος είναι απόλυτος για την των «Ἑλληνικῶν θεῶν» καταγωγή του Διονύσου.
Την πατρίδα του Διο-νύσου, την πόλη Νύσα, δηλαδή, δεν την ψάχνει ο Ηρόδοτος στην Ινδία, που θεωρεί πως είναι το τελευταίο κατοικημένο μέρος της ανατολής:
«μέχρι δὲ τῆς Ἰνδικῆς οἰκέεται Ἀσίη· τὸ δὲ ἀπὸ ταύτης ἔρημος ἤδη τὸ πρὸς τὴν ἠῶ, οὐδὲ ἔχει οὐδεὶς φράσαι οἷον δή τι ἐστί» ( μέχρι την Ινδική κατοικείται η Ασία, ανατολικά από αυτήν υπάρχει έρημος..κλπ...) Ηρόδοτος 4,2, αλλά μας πληροφορεί πως η ιερή πόλη Νύσα βρίσκεται νότια της Αιγύπτου, στην Αιθιοπία, και όπου εκεί τιμούν τον Διόνυσο με εορτές:
«Αἰθίοπες οἱ πρόσουροι Αἰγύπτῳ, ... οἵ τε περί τε Νύσην τὴν ἱρὴν κατοίκηνται καὶ τῷ Διονύσῳ ἀνάγουσι τὰς ὁρτάς·» (Ηρ.4ο ,97)
Παραθέτουμε τα ανωτέρω για να καταστεί σαφές πως οι αρχαίοι Έλληνες, δεν αναζητούσαν τις ρίζες του Διονύσου στην ανατολή, αλλά, μάλλον, η Ανατολή οφείλει να αναζητήσει τις ρίζες της στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
«Μέσα στο γενικότερο πνεύμα των Μακεδόνων Βασιλέων, που στόχευαν στην αφομοίωση της εντόπιας (ινδικής) λατρείας με αυτήν του ελληνικού Διόνυσου, ενσωμάτωσαν το θρύλο του Αλεξάνδρου στην ινδική θεογονία».
Ο ερευνητής προχωράει ακόμη περισσότερο σημειώνοντας τα εξής:
«Από μια γλωσσολογική υπόθεση, το όνομα Αλέξανδρος και Σκάνδα μεταφραζόμενα στα αραβικά λέγονται και τα δύο ως Άλ Σικανδάρ, δηλαδή Αλέξανδρος»!...
Ο Γκοπάλα Πιλλάι (N. Gopala Pillai) αμφισβητεί πως η λατρεία του Σκάνδα προήλθε από τη λατρεία του Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρου, όπως έγινε στη Βόρειο Ινδία.
Μερικοί όμως, μελετητές παίρνουν την άποψη αυτή πολύ σοβαρά.
Όπως ο Κλόθεϋ, που προαναφέραμε.
Αποδέχεται πως "τα παρουσιαζόμενα στοιχεία του Σκάνδα προέρχονται από μια θεογονία- που είναι εικονογραφημένη και σαφώς εμποτισμένη με τον αλεξανδρινό εξελληνισμό».
Πηγές - Σχετικές Αναφορές
1.Στράβων: «περί Ἰνδίαν καὶ Περσίδα.»
2. Ηροδότου Ιστορίαι
3. Ησίοδος, Θεογονία
4. Πτολεμαίου Κλαύδιου Αλεξανδρέως: Περί γεωγραφίας BASILEAE, MD XXX II(1533).
5. Patrick Harrigan, « Dionysus and Kataragama: Parallel Mystery Cults» δημοσιεύτηκε: ‘The Journal of the Institute of Asian Studies’, (Vol. XIV No. 2 March 1997, pp. 1-28.)
6. H.E. Ameresekere, "The Kataragama God shrines and Legends", Ceylon Literary Register, third series, Vol. I. No. 7, July 1931, p. 291.
7. Walter F. Otto, Dionysus: Myth and Cult, trans. Robert Palmer, (Bloomington and London: Indiana University Press, 1965), p. 24.
8. Fred W. Clothey, The Many Faces of Murukan, (The Hague, Paris and New York: Mouton Publishers, 1978).
9. Gananath Obeyesekere, The Cult of the Goddess Pattini, -Chicago: University of Chicago Press, 1984,
10. Alain Danielou, Shiva and Dionysus, trans. K.F. Hurry (New York: Inner Traditions International, 1982).
11.N. Gopala Pillai, "Skanda: the Alexander Romance in India", Proceedings of the All-India Oriental Conference, (Trivandrum: Government Press, 1937), Vol. IX, pp. 955-977.